αμεράκλωτος

αμεράκλωτος
-η, ο [μερακλώνω]
1. αυτός που δεν έχει ερωτική βαρυθυμία, ντέρτι, σεκλέτι
2. αυτός που δεν μερακλώθηκε, δεν απόκτησε κέφι, ευθυμία, διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”